Η διαφορά του Αμερικανού και του Γερμανού με τον Έλληνα

Γίνεται παγκόσμια έρευνα για τις συνήθειες και τον τρόπο σκέψης των διαφόρων λαών.

Σε ένα δωμάτιο είναι μια ξανθιά γκομενίτσα, και ένα τραπέζι, στο οποίο βρίσκονται ένα μισοτελειωμένο πλεκτό κι ένα μεγάλο σάντουιτς. Θα πρέπει ο κάθε εξεταζόμενος να τελειώσει το πλεκτό, να φάει το σάντουιτς και να πηδήξει τη γκομενίτσα. Με όποια σειρά θέλει.

Μπαίνει ένας Αμερικανός. Τρώει πρώτα το σάντουιτς, μετά πηδάει τη γκομενίτσα, και τέλος τελειώνει το πλεκτό. Εξηγεί μετά ότι έτσι συνηθίζεται στην Αμερική: Το πρωί ξεκινάς με ένα καλό πρωινό, ρίχνεις ένα στα γρήγορα στη γκόμενά σου, και μετά φούλ δουλειά.

Μπαίνει ένας Γερμανός.. Τελειώνει πρώτα το πλεκτό και αφού το ελέγχει λεπτομερώς για τυχόν ατέλειες, μετά τρώει το σάντουιτς, και στο τέλος διαπιστώνοντας πως δεν υπάρχει ούτε μια μπύρα στο τραπεζάκι, μουτρωμένος πηδάει τη γκομενίτσα . Εξηγεί μετά ότι έτσι συνηθίζεται στη Γερμανία: Πρώτα η δουλειά, μετά φαγητό για να δυναμώσεις, και τελευταία η διασκέδαση.

Μπαίνει κι ένας Έλληνας. Βάζει τη γκομενίτσα να πλέκει, και την πηδάει τρώγωντας ταυτόχρονα το σάντουιτς. Αφού έχει εντυπωσιάσει τους πάντες με τη σύλληψη του, εξηγεί ότι έτσι συνηθίζεται στην Ελλάδα:
Τρως καλά, μόνο όταν γαμάς τον εργαζόμενο!

Η επιστολή του Ελληνάρα στη Ρενό

asteies-photografies (3)

Φοβερή επιστολή πρέπει να έγραψε ο Ελληνάρας με πολλά Γαλλικά για να ήρθε τέτοια απάντηση…

Ο Ελληνάρας δεν αντέχει άλλες φιλοσοφίες

Κουραστήκαμε από λόγια και φιλοσοφίες κι αυτός ο τυπάς δεν τις αντέχει ούτε από τον μετρ του είδους… το Πάολο Κοέλο!

paolo-doehlo-facebook-filosofies

Ένας Έλληνας στην κόλαση

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών της Ε.Ε.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική, οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως.

Μαύρο μάρμαρο,καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα: ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

– Να δω, του απαντά εκείνος πώς είναι.

– Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά! Φρίκη Φρίκη!

Όπου φύγει-φύγει ο δικός μας…

Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, όλες μα όλες μια απ΄ τα ίδια.

Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την Ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά έχουν σβηστεί. Έτσι η επιγραφή γράφει _Ο_ΑΣΗ.

– Ελληνική ανοργανωσιά… μουρμουρίζει…

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους, μοιάζουν με μουσική, πλησιάζει περισσότερο, η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα, μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ.

Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

– Ήρθα να δω πώς είναι του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα… Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικός, μπάχαλο. Τρελαίνεται ο τύπος…. τι γίνεται εδώ; ρωτάει.

– ‘Aσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

– Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε……

– Εεε, ξέρεις πώς είναι στην Ελλάδα!!! Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια!

Έλληνες και Αλβανοί: ανέκδοτο

Μία ημέρα ο μικρός Αλία εξ Αλβανίας ακούει τη δασκάλα του να του λέει:

-Αλία, από σήμερα είσαι Έλληνας και θα λέγεσαι Ηλίας.

Περιχαρής πηγαίνει το μεσημέρι στο σπίτι ο Αλία και λέει στους γονείς του:

– Από σήμερα είμαι Ελληνάκι και λέγομαι Ηλίας και όχι Αλία.

Τον παραλαμβάνουν ο πατέρας του και η μάνα του και τον κάνουν τουλούμι στο ξύλο.

Την άλλη μέρα πηγαίνει ο Αλία στο σχολείο, τον βλέπει η δασκάλα του και τον ρωτάει:

-Τι έγινε Ηλία; Τι έπαθες;

-Με δείρανε χθες δυο Αλβανοί κυρία.